- φτωχικό
- το жилище бедняка; лачуга, хижина (тж. ирон. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτωχικό — το 1. σπίτι φτωχού. 2. κάθε σπίτι (έστω κι αν δεν είναι φτωχό): Θα περάσουμε ωραία στο φτωχικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε φτωχό, πενιχρός, ταπεινός, λιτός: Φτωχικά ρούχα. – Φτωχικό φαΐ. 2. το ουδ. ως ουσ., φτωχικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
απόμελι — ἀπόμελι ( ιτος), το (Α) υδρόμελι, φτωχικό ποτό … Dictionary of Greek
ασκάντης — ἀσκάντης, ο (Α) 1. φτωχικό στρώμα, ψάθα 2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν κράββατον» (Ησύχιος)] … Dictionary of Greek
δειπνίον — δειπνίον, το (Α) φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δείπνον] … Dictionary of Greek
εποψώμαι — ἐποψῶμαι, άομαι (Α) 1. τρώω κάτι μαζί με το ψωμί («τοῡτον δεῑ τὸν ζωμόν... ἐποψᾱσθαι») 2. τρώω το φαγητό μου μέσα σε... («ἐποψῶμαι τρυβλίῳ εὐτελεῑ» τρώω το φαγητό μου μέσα σε φτωχικό πιάτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οψώμαι «τρώγω ως προσφάι» (<… … Dictionary of Greek
καλυβόσπιτο — το μικρό και φτωχικό σπίτι που μοιάζει με καλύβα, αλλ. σπιτοκάλυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβα + σπιτο (< σπίτι), πρβλ. κουκλό σπιτο, νοικοκυρό σπιτο] … Dictionary of Greek
καλύβι — το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν]) υποκορ. τού καλύβα*, μικρή καλύβα νεοελλ. πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι μσν. σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. τού τ. καλύβη] … Dictionary of Greek
κατωνάκη — κατωνάκη, ἡ (Α) φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»] … Dictionary of Greek
κουλουκιά — η [κουλούκι] φτωχικό, απλό κρεβάτι … Dictionary of Greek